χαλκοπωλείο

χαλκοπωλείο
το, Ν [χαλκοπώλης]
κατάστημα όπου πωλούνται χάλκινα αντικείμενα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλκοπωλείο — το κατάστημα όπου πουλούν χάλκινα αντικείμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”